ζήτουλας
Смотреть что такое "ζήτουλας" в других словарях:
ζήτουλας — ο ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. τού ρ. ζητώ με την επιτατική καταλ. ουλας (πρβλ. δράκουλας, ρούφουλας)] … Dictionary of Greek
ζήτουλας — ο ζητιάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζητουλεύω — [ζήτουλας] ζητιανεύω … Dictionary of Greek
επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών … Dictionary of Greek
ζητουλάρης — ο, θηλ. ζητουλάρισσα [ζήτουλας] ο ζητιάνος … Dictionary of Greek
ζητουλιά — η [ζήτουλας] η ζητιανιά … Dictionary of Greek
ζητουλιάρης — ο (συν. πληθ. ζητουλιαραίοι) ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτουλας + κατάλ. ιάρης, (πρβλ. γκριν ιάρης, παραπον ιάρης)] … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
πασπατεύω — και πασπατεύγω 1. ψάχνω με την αφή, ψηλαφώ, ψαχουλεύω 2. αγγίζω κάτι απαλά με τα δάχτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πασπαλεύω < πασπάλη (πρβλ. ζητώ: ζήτουλας: ζητουλεύω)] … Dictionary of Greek
προσαιτητής — ὁ, θηλ. προσαιτήτρια, Α [προσαιτῶ] προσαίτης*, επαίτης, ζήτουλας … Dictionary of Greek
Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Γαλάτεια — (Καβάλα 1930 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε κοινωνική λειτουργός στις σχολές γενικών σπουδών Δαμασκός και δημοσιογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1954 με διηγήματά της που περιέχονται στο συλλογικό έργο Κόκκινη κλωστή δεμένη.… … Dictionary of Greek